- κιννάβαρις
- κιννάβαρις, -έως, ὁ (Α)1. το κιννάβαρι*2. το ερυθρόδανο*.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιννάβαρι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιννάβαρις — cinnabar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβάρει — κιννάβαρις cinnabar fem nom/voc/acc dual (attic epic) κινναβάρεϊ , κιννάβαρις cinnabar fem dat sg (epic) κιννάβαρις cinnabar fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινναβάριος — κιννάβαρις cinnabar fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάβαρι — κιννάβαρις cinnabar fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιννάβαριν — κιννάβαρις cinnabar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
κινναβαρίζω — (Α) [κιννάβαρις] έχω το χρώμα τού κινναβάρεως, είμαι κόκκινος … Dictionary of Greek
ψάδδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κιννάβαρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με τον τ. ψάγδαν*] … Dictionary of Greek
κινναβάρεως — κινναβάρεω̆ς , κιννάβαρις cinnabar fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)